- εκπόρνευση
- η1. παρακίνηση σε πορνεία2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με τής πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, τού λειτουργήματος κ.λπ.»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπορνεύσῃ — ἐκπορνεύω commit fornication aor subj mid 2nd sg ἐκπορνεύω commit fornication aor subj act 3rd sg ἐκπορνεύω commit fornication fut ind mid 2nd sg ἐκπορνεύω commit fornication aor subj mid 2nd sg ἐκπορνεύω commit fornication aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόρνευσις — καταπόρνευσις, ἡ (Α) [καταπορνεύω] εκπόρνευση, προαγωγεία … Dictionary of Greek
μισθαρνία — η (Α μισθαρνία) [μίσθαρνος] 1. εργασία με μισθό 2. λήψη μισθού, είσπραξη μισθού νεοελλ. σύστημα εργασίας κατά το οποίο ο εργοδότης, στις διαπραγματεύσεις καθορισμού τού μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό μισθό… … Dictionary of Greek
πόρνευσις — εύσεως, ἡ, Α [πορνεύω] η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία … Dictionary of Greek
εταιρισμός — ο η εκπόρνευση, η συστηματική πορνεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)